- υστεροελλαδικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρίτη περίοδο του ελλαδικού πολιτισμού (1580-1100 π.Χ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστεροελλαδικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρίτη περίοδο τού ελλαδικού πολιτισμού, που εκτείνεται από το 1600 ώς το 1400 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + ελλαδικός] … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek